Παιδικά βιβλία : αναζητώντας την ταυτότητά τους .

Ο όρος «παιδικά βιβλία» και ο επίσης καθιερωμένος «παιδική λογοτεχνία» δεν βρίσκουν σύμφωνους άλλους, οι οποίοι προτιμούν τον μη επικρατήσαντα «βιβλία για παιδιά», ενώ όλοι συχνά καταφεύγουν σ’ αυτούς γνωρίζοντας ότι δημιουργούν έτσι μια κατηγορία της λογοτεχνίας- και βιβλίων μη λογοτεχνικών- η οποία αποσπάται από το σώμα της. Αυτό δεν αποτελεί πρακτική μόνο της εποχής μας. ήδη από τα τέλη του 18ου αι. έχει αρχίσει ο διαχωρισμός, ώστε λέγοντας «παιδική λογοτεχνία», να εννοούμε ένα ανεξάρτητο είδος με χαρακτηριστικά τα οποία δεν έχουν ακόμα προσδιοριστεί επακριβώς. Ο αγγλοσαξονικός όρος Children’ s Literature και ο γερμανικός Kinderliteratur, παρόλο που αποδίδονται στην ελληνική με τον όρο «παιδική λογοτεχνία», δεν περιορίζονται στη λογοτεχνία, αλλά καλύπτουν όλη την έκταση μιας μεγάλης γραμματείας, σε όλες τις εκφάνσεις της και σε όλα τα είδη της. Πρόσφατοι νέοι όροι στηρίζονται σε περιόδους της παιδικής ηλικίας.

Τα παιδικά και τα νεανικά βιβλία δεν διαφοροποιούνται στην παρούσα βιβλιογραφία. Ο διαχωρισμός τους είναι ούτως ή άλλως δυσχερής. Τα όριά τους είναι ασαφή. Η ηλικία δεν συμβαδίζει με τις αναγνωστικές ανάγκες και την ικανότητα του παιδιού/νέου, γιατί η πνευματική του ωριμότητα δεν συμπίπτει με την ηλικία του, γεγονός που δημιουργεί σειρά ζητημάτων από και προς ποικίλες κατευθύνσεις. Είναι άγνωστος ο μηχανισμός της αποδοχής και της απόρριψης εκ μέρους των παιδιών/ νέων των βιβλίων που γράφτηκαν ειδικά γι’ αυτά, όπως άγνωστος είναι και ο λόγος που τα ωθεί να στρέφονται προς αναγνώσματα που γράφτηκαν για την ηλικία τους, μολονότι το θέμα της ωρίμανσης μοιάζει να προσφέρει επαρκείς εξηγήσεις με την επιφύλαξη ότι η ωρίμανση παραμένει ζήτημα μη επαρκώς προσδιοριζόμενο.

Αναπάντητα μένουν ερωτήματα όπως: γιατί τα παιδιά αποκλείουν από τα ενδιαφέροντά τους βιβλία τα οποία κανονικά θα έπρεπε να προτιμούν και για ποιο λόγο στρέφουν την προσοχή τους προς βιβλία τα οποία κατά την εκτίμηση των μεγάλων προορίζονται για τα δικά τους αναγνωστικά ενδιαφέροντα; Ερωτήματα-προβλήματα τα οποία δηλώνουν πόσο δυσχερής είναι η διατύπωση ενός κοινά αποδεκτού ορισμού του παιδικού/ νεανικού βιβλίου ικανού να καλύπτει όλες τις πτυχές που συνθέτουν το είδος, και κυρίως ενός ορισμού με εκτεταμένη εμβέλεια ώστε να μπορεί να περιλάβει και τα μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά και τα ωριμότερης μικρότερα.

Οι συγγραφείς οι οποίοι γράφουν για παιδιά/νέους εργάζονται σε μια βάση πάνω στην οποία δεν συναντώνται πάντοτε θετικά τα πνευματικά προϊόντα τους και οι προσδοκώμενοι ή πιθανοί αναγνώστες τους. Η Regine Schmidt για το κρίσιμο ζήτημα της διάστασης και της κίνησης που παρατηρείται μεταξύ νέων στην ηλικία αναγνωστών και έργων προοριζόμενων γι΄ αυτούς- περιλαμβάνεται εδώ και η βαθμιαία έως και οριστική απόρριψή τους- και αντίθετα της οικειοποίησης έργων προορισθέντων για μεγάλους, υποστηρίζει: «Η παιδική ηλικία έχει το δικό της τρόπο να βλέπει τα πράγματα, να σκέφτεται, να αισθάνεται, να ενεργεί, τρόπο που της είναι ιδιαίτερα οικείος. Τίποτα λοιπόν το πιο ασύνετο απ’ το να θέλουμε να αντικαταστήσουμε τον τρόπο της αυτόν με τους δικούς μας αντρικούς και γυναικείους τρόπους».

Οι ποικίλοι ορισμοί των ειδικών αποδεικνύουν την αδυναμία μιας περιεκτικής και συνοπτικής διατύπωσης των θεωρητικών τους θέσεων. Αποτυγχάνουν περιπλανώμενοι γύρω από το θέμα ή ιπτάμενοι πάνω από αυτό, γιατί οι ορισμοί μικρή ή σχετική αξία έχουν, πέρα από κάποιες διευκολύνσεις διεκπεραίωσης άλλου είδους. Γενικά στρέφονται περί τους εξής βασικούς τύπους:

α) παιδικό/ νεανικό βιβλίο είναι ένα βιβλίο γραμμένο για παιδιά/ νέους.

β) Ένα βιβλίο που δεν γράφτηκε για παιδιά/ νέους, αλλά επειδή τα προσέλκυσε έγινε παιδικό/ νεανικό.

γ) Ένα βιβλίο που γράφτηκε από παιδί.

δ) Ένα βιβλίο που έχει ήρωες παιδιά/ νέους.

Οι τύποι αυτοί κατά κανόνα ενισχύονται και από πλουτισμένες παρεκκλίσεις οι οποίες αναφέρονται στο γλωσσικό αισθητήριο των παιδιών, στην αντιληπτικότητά τους κλπ., ενώ κανείς πια δεν κάνει- και σωστά- διάκριση ανάμεσα στα λογοτεχνικά και μη λογοτεχνικά βιβλία (γνώσεων). Δεν πρέπει ακόμα να αγνοηθεί η παρέμβαση των εκδοτών, οι οποίοι ορίζουν εκείνοι τις εκδόσεις τους ως «παιδικά» ή «νεανικά», σύμφωνα με δικά τους κριτήρια, κυρίως εμπορικά, πάντως αυθαίρετα. Η διατεταγμένη αυτή τακτική προσθέτει μια ακόμα κατηγορία στις άλλες και όλες μαζί απλά αποκαλύπτουν τη γενική αδυναμία να ορίσουν το αντικείμενό τους, υποδεικνύοντας έμμεσα το άσκοπο των ορισμών. Η αδυναμία αυτή ίσως να οφείλεται στις ελλιπείς γνώσεις μας για την παιδική ηλικία, αφού διαπιστώνουμε συνεχώς τις εξελίξεις της, οι οποίες δεν φαίνεται πως θα ολοκληρωθούν σύντομα και εύκολα.

Οι ειδικοί επιστήμονες που ασχολούνται με τη μελέτη της βρίσκονται μπροστά σε συνέχεις εκπλήξεις, οι οποίες εκτείνονται και ως τις αναγνωστικές προτιμήσεις και τις ικανότητες ανάγνωσης και κατανόησης των κειμένων. Οι σχέσεις ανάγνωσης με το παιδί/νέο δεν είναι οριστικές, σταθερές και αμετάκλητες, αλλά συνεχώς μεταβαλλόμενες. Η πορεία της παιδικής ψυχής προς την ωρίμανσή της και ως την ολοκλήρωση της προσωπικότητας του ατόμου δικαιολογεί τη ρευστότητα και την ποικιλία των επιλογών, των διαθέσεων, των προτιμήσεων και του μη ελεγχόμενου γούστου. Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση του Κωστή Παλαμά: «Έχω για του παιδιού το νου μια ιδέα κάπως διαφορετική από άλλους. Πιστεύω πως το μυαλό του μπορεί να χωνέψει τροφή πιο λεπτή και πιο βαθιά απ’ όση συνηθίζουμε να του προσφέρουμε. Μέσα στο μικρόκοσμο της ψυχής του γίνονται πράγματα πιο πολλά και απ’ όσα φαντάζονται του κόσμου οι ψυχολόγοι. Οι πιο μεγάλοι άνθρωποι μου φαίνεται πως είν’ εκείνοι που από τα πρώτα χρόνια τους γρικούσανε κουβέντες και ανατρεφόντανε με ιδέες πιο ψηλές από το παιδιακίσιο μπόι τους».

Αποφασιστικοί είναι ακόμα οι εξωτερικοί παράγοντες: το οικογενειακό περιβάλλον, η πνευματική στάθμη της κοινότητας- και εν γένει ο κοινωνικός περίγυρος-, το βιοτικό επίπεδο, η διάθεση προς μάθηση, τα προσφερόμενα κίνητρα για την ανάπτυξη της φιλανάγνωσης, οι ευνοημένες και προνομιούχες- κατά εποχές, έστω- τάξεις και κοινωνικές ομάδες και, στην άλλη άκρη, οι αποκλεισμένες από δυνατότητες εξοικείωσης και εθισμού στην ανάγνωση τάξεις και κοινωνικές ομάδες. Τέτοιες διαφορές έχουν επισημανθεί κατά εποχές, περιοχές και χώρες και από γενιές σε γενιές.

Η παρατηρούμενη αστάθεια και η κινητικότητα περί τα αναγνωστικά ενδιαφέροντα και τις προτιμήσεις των παιδιών/νέων επαυξάνουν τα προβλήματα περί του ποιο επιτέλους μπορεί να είναι –ή να γίνει- ένα παιδικό/νεανικό βιβλίο και ακόμη ποιο μπορεί να είναι ένα βιβλίο για παιδιά/νέους. Η Kate Greenaway (1846-1901), η μεγάλη Αγγλίδα συγγραφέας, ποιήτρια, ζωγράφος και εικονογράφος παιδικών βιβλίων, έθεσε το θέμα καθαρά και σε πρώιμη εποχή: «Τα παιδιά δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τα βιβλία τα οποία οι μεγάλοι νομίζουν ότι θα τους αρέσουν. Έχω τη γνώμη πως στα παιδιά αρέσουν περισσότερο τα βιβλία που προορίζονται για τους μεγάλους». Μια αλήθεια η οποία έκτοτε απασχολεί τους μελετητές και θεωρητικούς, ειδικά όσους ασχολούνται με την παιδική φιλολογία.

Πιο πρόσφορος είναι ο ορισμός του Clifton Fadiman: «Παιδική λογοτεχνία είναι ένα σώμα γραπτών έργων και των εικονογραφιών που τα συνοδεύουν και έχουν γραφτεί για να διδάσκουν και να ψυχαγωγούν νεαρά άτομα. Το είδος περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα έργων: αναγνωρισμένα κλασικά της παγκόσμιας λογοτεχνίας, εικονογραφημένες εκδόσεις, απλές ιστορίες γραμμένες αποκλειστικά για παιδιά, παραμύθια, νανουρίσματα, μύθους, λαϊκά τραγουδάκια και άλλα κείμενα που αρχίζουν τη σταδιοδρομία τους με προφορική μετάδοση».

Η σπουδή των βιβλίων που διαβάστηκαν και διαβάζονται από τα παιδιά/νέους αποκαλύπτει ότι η ηλικία δεν συμβαδίζει με την ωριμότητα, η ωριμότητα δεν συμπλέει με τις προτιμήσεις, οι προτιμήσεις δεν καθορίζονται. Υπάρχουν βιβλία από τα οποία οι μικροί αναγνώστες παραμερίζουν ή παραβλέπουν τα στοιχεία που δεν ταιριάζουν με τις διαθέσεις τους, επικοινωνούν με άλλα λανθάνοντα, τα οποία οι συγγραφείς τους είναι αμφίβολο αν θεώρησαν ως ουσιαστικά και οι ενήλικοι αναγνώστες είναι βέβαιο ότι δεν παρατηρούν. Εντοπίζουν πλευρές οι οποίες ικανοποιούν τη φύση, τον χαρακτήρα, τις ψυχικές και πνευματικές τους αναζητήσεις και πρότυπα.

Στον Ροβινσώνα Κρούσο– ένα κατεξοχήν χαρακτηριστικό παράδειγμα βιβλίου για μεγάλους το οποίο «έγινε» και παιδικό/νεανικό- οι μικροί αναγνώστες συγκλονίζονται από το στοιχείο της περιπέτειας, ταυτίζονται με τους ήρωες-στο σημείο των τάσεων φυγής και απομόνωσης-, διεγείρονται από την αίσθηση της ανεξαρτησίας και της επιδιωκόμενης προσωπικής αυτάρκειας-την οποία πιστεύουν ότι ήδη διαθέτουν-, αισθάνονται κι αυτοί έτοιμοι και ικανοί να αντιμετωπίσουν το άγνωστο και τους κινδύνους της φύσης, η οποία όμως τους έλκει έντονα. Στο αριστούργημα αυτό, όπως και σε πολλά άλλα, τα παιδιά/νέοι αγνοούν συστηματικά και αποστρέφονται εντυπωσιακά τα ηθικά διδάγματα, τη φιλοσοφία και τις κοινωνικές προεκτάσεις τους, συναρπάζονται από τη γοητεία που προσφέρουν οι σελίδες στις οποίες περιγράφονται σκηνές και επεισόδια όπου συναντούν τα δικά τους όνειρα. Βλέπουν τον εαυτό τους και συγκινούνται με στοιχεία τα οποία προσιδιάζουν στον εκκολαπτόμενο με εκρηκτικές διαθέσεις χαρακτήρα τους. Οι προτιμήσεις και οι επιλογές αυτές ανανεώνονται από γενιά σε γενιά για ορισμένα βιβλία: είναι αυτά που κερδίζουν το εύσημο του «κλασικού» και τις ξεχωριστές ιδιότητές του μαζί.

Αυτή η ασάφεια περί τα αναγνώσματα των παιδιών/νέων προσδίδει μια ιδιαίτερη γοητεία στο όλο θέμα κι ένα μυστήριο. Ίσως η αίσθηση του μυστηρίου για τους μεγάλους να είναι αυτό που έκανε τον Άγγλο θεωρητικό E. V. Lucas να καταλήξει πως «για το παιδί που έχει κλίση για διάβασμα όλα τα βιβλία είναι παιδικά βιβλία», μια ρήση η οποία δεν διεκδικεί την έννοια του ορισμού αλλά εκτοπίζει κάθε άλλον με τη φαινομενική της παραδοξολογία, δίνοντας το μέτρο της αλήθειας. Ο υπεραπλουστευτικός αυτός λόγος στην πραγματικότητα αγγίζει την ουσία του πράγματος.

Η οικειοποίηση- πράξη και λειτουργία νόμιμη, γόνιμη και κατάκτηση- από τα παιδιά βιβλίων μη προοριζόμενων γι΄ αυτά εξ ορισμού και εκ προθέσεως διευκολύνθηκε, και εξακολουθεί να διευκολύνεται, από απλοποιητικές διασκευές, οι οποίες, ενώ προέρχονται συνήθως από μη ταλαντούχους συγγραφείς, δεν διακρίνονται για τη λογοτεχνική τους αξία και συχνά αποκαλύπτουν εμπορικά κίνητρα, με αποτέλεσμα να αποβάλλονται από τον χρόνο αποδεικνύοντας όχι σπάνια πως πρόκειται για προϊόντα νοθείας. Παρέχουν εντούτοις υπηρεσίες διαμεσολαβητικές με τα πρωτότυπα προς τα οποία στρέφονται ως ένα βαθμό οι μικροί αναγνώστες απορρίπτοντας τα προηγηθέντα ενδιάμεσα ersatz. Το θέμα πρέπει να επανεξεταστεί προκειμένου να διαπιστωθεί η έκτασή του και ο βαθμός της αλήθειας του.

Ο αριθμός των εκδόσεων για παιδιά μέχρι και τον περασμένο αιώνα τα έτρεψε σε αναζήτηση αναγνωσμάτων από τον χώρο των μεγάλων. Η διολίσθηση του ενδιαφέροντος των μικρών αναγνωστών προς βιβλία για μεγάλους υπήρξε διαδικασία λογική. Η στροφή αυτή περιέλαβε από την αρχή λογοτεχνικά και μη λογοτεχνικά έργα καταδεικνύοντας από τη μια την ακρίβεια του ορισμού του Lucas και από την άλλη ότι οι κατακυρώσεις βιβλίων ως παιδικών από τα παιδιά πραγματοποιούνται ερήμην των μεγάλων, των προτροπών και των υποδείξεών τους. Αυτό δηλώνει ιδιότυπα κριτήρια , τα οποία συνοδεύονται από ανεξιχνίαστης διεργασίας λειτουργίες επιλογής, κριτήρια τα οποία οδηγούν στην καθιέρωση βιβλίων την οποία ο χρόνος δεν φαίνεται να διαταράσσει.

Τα περισσότερα έργα των Dickens, Twain, Dumas [5], Cervantes, Defoe, Scott, Verne, London, Stevenson και νεότερων κέρδισαν τις παιδικές ψυχές και προήγαγαν την επάρκειά τους ως αναγνωστών, ώστε οι συγγραφείς αυτοί να θεωρούνται πλέον διακεκριμένοι συγγραφείς παιδικών έργων και τα έργα αυτά να είναι τα «καλύτερά τους» βιβλία. όσο για το τι είναι ένα «καλό βιβλίο» το λέει ο William Targ [6]: «Ένα καλό παιδικό βιβλίο δημιουργεί στην ψυχή του παιδιού μια δόνηση που διαρκεί μια ολόκληρη ζωή. και όταν με τον καιρό ένας αναγνώστης φθάσει στην ωριμότητα και αποκτήσει μια ειδική αίσθηση αξιών, θα αναγνωρίσει ότι τα καλύτερα βιβλία είναι εκείνα που αγάπησαν πραγματικά τα παιδιά επί πολλές γενιές στη διάρκεια πολλών ζωών».

Δεν θα πρέπει τέλος να αγνοηθεί η στάση των παιδιών ανάμεσα στα βιβλία που τους επιβάλλονται για ανάγνωση (τα σχολικά βιβλία κατά κύριο λόγο και σε εκείνα τα οποία τα ίδια έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν: είναι πάντα υπέρ των εξωσχολικών. Η μόνιμη κατακραυγή για την ελκυστικότητα των πρώτων, στην οποία καταλογίζονται οι πρώτες συγκρούσεις των μικρών αναγνωστών με την ανάγνωση και η αποστροφή τους προς αυτήν, φαίνεται πως έρχεται από το πολύ μακρινό παρελθόν. Η Leprince de Beaumont στον πρόλογο του ονομαστού έργου της Αποθήκη των Παιδιών (α’ έκδοση 1757) είναι περισσότερο από κατηγορηματική, είναι αφοριστική: «Ο ολίγος πόθος των παιδιών προς την ανάγνωσιν προέρχεται βέβαια από τα βιβλία όπου εγχειρίζουσι εις αυτά οι Διδάσκαλοι. Δεν δύνανται να τα καταλάβωσι και τούτο τους προξενεί αναμφιβόλως αγανάκτησιν και αηδίαν».

Ως προς το κοινωνικό υπόβαθρο και τις κοινωνικές συνθήκες οι οποίες επηρέασαν η καθόρισαν τις σχέσεις των παιδιών/νέων με το βιβλίο, δεν είναι άγνωστο ότι κατά τον19ο αι. τα πράγματα εξακολουθούσαν να απέχουν από τη σημερινή ευημερία και τις προκλήσεις της.

Τα βιβλία δεν ήταν από την αρχή για όλους, και μόνο από τα μέσα του 18ου αι. τα πράγματα άρχισαν να γίνονται κάπως ευνοϊκότερα για τους περισσότερους. Μέχρι τότε το προνόμιο, τους τρόπους και τις δυνατότητες προσέγγισης στα βιβλία είχαν περισσότερο οι μεσαίες τάξεις και οι ανώτερες. Θα περάσουν πολλές δεκαετίες μέχρι τα παιδιά και οι νέοι των κατώτερων τάξεων να αρχίσουν να διαβάζουν και να αποκτούν δικά τους βιβλία. Το βιβλίο, είδος λαϊκό σήμερα, άργησε να γίνει κτήμα του λαού. Ο 19ος αι., προς το τέλος του περισσότερο, θα αλλάξει την κατάσταση και θα ευνοήσει και τις λαϊκές τάξεις, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα της πρόσβασης στα βιβλία που στερούνταν μέχρι τότε.

Λοιπόν: Βιβλία για παιδιά ή παιδικά βιβλία; Μήπως πρέπει να αποδεχτούμε τη ρήση του μεγάλου μελετητή της παιδικής λογοτεχνίας και ονομαστού Άγγλου βιβλιοθηκάριου ο οποίος είχε αποφανθεί πως «κάθε βιβλίο που διαβάζει ένα παιδί είναι παιδικό βιβλίο»; Το όνομά του είναι John Spink. (Βλ. John Spink, Τα παιδιά ως αναγνώστες. Μτφρ Κυρ. Ντελόπουλος, Αθήνα. Καστανιώτης, 1990, 1995).

Κυριάκος Ντελόπουλος.

Απόσπασμα από την Εισαγωγή στο έργο Παιδικά και νεανικά βιβλία του 19ου αι.. Σχολιασμένη και εικονογραφημένη βιβλιογραφική καταγραφή. Συμβολή στη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, 1995. Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, 1995.

ΠΗΓΗ : www.oanagnostis.gr